Με μια σειρά δημόσιων συζητήσεων συνεχίζεται η διαδικασία του “εθνικού διαλόγου για την παιδεία” που εξήγγειλε πρόσφατα η κυβέρνηση. Έχουμε ήδη τοποθετηθεί αρνητικά από τις 9 Οκτώβρη, ωστόσο οι εξελίξεις μας υποχρεώνουν να επανέλθουμε.
Η διοργάνωση δημόσιων εκδηλώσεων με ποικίλες θεματικές και πολύπλευρες προσεγγίσεις, οι βαθυστόχαστες ιδεολογικές αναζητήσεις, οι διαλέξεις για τη σχέση σχολείου – τέχνης, τα στρογγυλά τραπέζια με συγγραφείς παιδικών βιβλίων, διαμορφώνουν μια φεστιβαλική εκδοχή περί διαλόγου αλλά δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να κρύψουν το γκρίζο τοπίο της εκπαιδευτικής καθημερινότητας. Κυρίως δεν μπορούν να συγκαλύψουν τους αντιεκπαιδευτικούς προσανατολισμούς και στοχεύσεις της μνημονιακής πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση κρίνεται από τις πράξεις της. Και οι πράξεις είναι συγκεκριμένες:
-
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι θα πραγματοποιήσει χιλιάδες διορισμούς και δεν πραγματοποίησε ούτε έναν. Επιπλέον, την ίδια στιγμή που ο υπουργός παιδείας ανακοίνωνε την έναρξη του διαλόγου, δεν είχε προσληφθεί ούτε ένας από τους 22.000 σημερινούς αναπληρωτές, με αποτέλεσμα τα σχολεία να υπολειτουργούν μήνες μετά την έναρξη του σχολικού έτους. Τμήματα του ολοήμερου παραμένουν ακόμα κλειστά, ενώ η παράλληλη στήριξη ακυρώνεται καθώς καλείται ένας/μία εκπαιδευτικός να αναλάβει τρία ή και τέσσερα παιδιά! Εύκολα μπορεί κανείς να εξαγγέλλει ότι θέλει, για παράδειγμα, δίχρονη προσχολική αγωγή, πως θα την υλοποιήσει όμως από τη στιγμή που απαιτούνται 1.700 νέες σχολικές αίθουσες και 3000 επιπλέον νηπιαγωγοί για τα 40.000 περίπου προνήπια που βρίσκονται εκτός δημόσιου νηπιαγωγείου; Πολύ περισσότερο όταν σήμερα η κυβέρνηση δεν καλύπτει ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες των σχολείων σε διδακτικό προσωπικό;
-
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι θα υλοποιήσει πρόγραμμα σίτισης των μαθητών στα σχολεία και μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα στην πράξη – πέρα από κάποιους σχεδιασμούς που αφορούν μια πολύ μικρή μερίδα μαθητών σε μια ή δυο περιοχές της Αττικής.
-
Ο πρώτος στόχος του «εθνικού διαλόγου» για την παιδεία ήταν τα νομοσχέδια που προωθούσε η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για την κατάργηση του ΠΔ 152 για την αξιολόγηση και για την ανατροπή των μέτρων Διαμαντοπούλου για τα πανεπιστήμια. Ο στόχος επετεύχθη ήδη! Τα «ενοχλητικά» αυτά νομοσχέδια, που κάτω από την πίεση του εκπαιδευτικού κινήματος αναιρούσαν πλευρές έστω των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών που είχε υποστεί η δημόσια εκπαίδευση, «παραπέμφθηκαν στη διαδικασία του διαλόγου», δηλαδή, μπήκαν στο ψυγείο.
-
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι θα καταργήσει την αξιολόγηση και όμως το θεσμικό πλαίσιο της αξιολόγησης μένει ανέγγιχτο. Επιπλέον, τώρα στο νέο μισθολόγιο ορίζεται ότι:
«υπάλληλοι όλων των κατηγοριών, οι οποίοι, σύμφωνα με τις σχετικές περί αξιολόγησης των υπαλλήλων διατάξεις, βαθμολογούνται με άριστα κατά μέσο όρο σε τρεις (3) συνεχόμενες ετήσιες αξιολογήσεις, δύνανται να εξελίσσονται ταχύτερα στη μισθολογική κλίμακα της κατηγορίας τους, λαμβάνοντας ένα επιπλέον μισθολογικό κλιμάκιο(…)Με την ίδια ή όμοια απόφαση καθορίζεται το ποσοστό επί του αριθμού των υπαλλήλων, το οποίο θα κυμαίνεται μεταξύ του 5% και 15% του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, λαμβανομένης υπόψη της εκάστοτε δημοσιονομικής συγκυρίας. Με τις διατάξεις της παρ. 3 στις περιπτώσεις που ο υπάλληλος κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, βαθμολογείται ως ανεπαρκής ή ακατάλληλος για την υπηρεσία, διερευνάται η δυνατότητα εφοδιασμού του με επιπλέον κίνητρα διαρκούς επιμόρφωσης ή άλλων δράσεων. Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά από τρεις (3) ετήσιες συνεχόμενες αξιολογήσεις, δύναται να αναστέλλεται η αυτόματη μισθολογική του εξέλιξη». (εγκύκλιος του Υπ. Οικονομικών για την εφαρμογή του νέου μισθολογίου, 5/1/2016-2/1015/ΔΕΠ)
Εύκολα διακρίνουμε εδώ τα κοινά σημεία με τα μνημονιακά νομοθετήματα που συγκρουστήκαμε όλο το προηγούμενο διάστημα. Η αξιολόγηση ως εργαλείο επιβράβευσης ή τιμωρίας, ως διέξοδος εξέλιξης ή ως ποινή, οι ποσοστώσεις και η άμεση εξάρτηση όλων αυτών με την «εκάστοτε δημοσιονομική συγκυρία».
-
Γνωρίζουμε καλά, ότι όποτε ξεκίνησαν παρόμοιες διαδικασίες διαλόγου, κατέληξαν σε ακραία αντιεκπαιδευτικά μέτρα. Επιπλέον, όπως μπορούμε να διαβάσουμε στο Μνημόνιο Γ που ψηφίστηκε στις 13 Αυγούστου 2015 στη Βουλή, όλα τα ζητήματα που υποτίθεται ότι θα «συζητηθούν» στον «εθνικό/κοινωνικό διάλογο», για την παιδεία, έχουν ήδη συμφωνηθεί με την τρόικα και αποτελούν Νόμο του ελληνικού κράτους: «Οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του 2016, την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011», (ΦΕΚ αρ.φ. 94, Ν. 4336/14-8-2015, σελ. 1026-1027). Η λήξη του διαλόγου τοποθετείται ακριβώς τότε. Το πολυνομοσχέδιο πριν την έγκριση του ελληνικού κοινοβουλίου θα πρέπει να έχει την έγκριση της τρόικας: « Με βάση τις συστάσεις της επανεξέτασης, οι αρχές θα εκπονήσουν επικαιροποιημένο εκπαιδευτικό σχέδιο δράσης και θα υποβάλουν προτάσεις για δράσεις το αργότερο έως τον Μάιο του 2016, οι οποίες θα εγκριθούν έως τον Ιούλιο του 2016» (ΦΕΚ αρ.φ. 94, Ν. 4336/14-8-2015, σελ. 1026-1027).