Χαιρετίζουμε τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τους γονείς που με τη δυναμική τους στάση συνέβαλαν ώστε να ακυρωθεί η υλοποίηση των εξετάσεων PISA, το αντιεκπαιδευτικό σχέδιο του υπουργείου και της κυβέρνησης, αγνόησαν τις αυταρχικές μεθοδεύσεις τους!
Σε χρήση κάθε αυταρχικής και γκεμπελικής μεθόδου επιδόθηκε η πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. και κάποιοι πειθήνιοι διευθυντές εκπαίδευσης προκειμένου να επιβάλουν την πραγματοποίηση των εθνικών εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα PISA.
Πρώτο βήμα υπήρξε, η πάγια πλέον τακτική του Υ.ΠΑΙ.Θ., να σύρει στα δικαστήρια, με διαδικασίες «κατεπείγοντος» στις 9/5 τη Δ.Ο.Ε. και την Ο.Λ.Μ.Ε. προκειμένου να απαγορεύσει τις προκηρυγμένες στάσεις εργασίας. Κίνηση ενταγμένη στην στρατηγική της ευθείας αμφισβήτησης του απεργιακού δικαιώματος με βάση και τον νόμο Χατζηδάκη, κάτι που, ολοφάνερα, αποτελεί κεντρική κυβερνητική επιλογή.
Ακολούθησε η παράνομη ενέργεια του Γενικού Γραμματέα του Υ.ΠΑΙ.Θ. κυρίου Κόπτση ο οποίος με την, μνημείο ολοκληρωτισμού, εγκύκλιό του το απόγευμα της 9ης Μαΐου προσπάθησε συνειδητά να παραπλανήσει και να εκφοβίσει τους εκπαιδευτικούς ώστε να μη συμμετέχουν στη στάση εργασίας που κήρυξε η Α.Δ.Ε.Δ.Υ., για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην απεργία.
Η συνέχεια σε κάποιες διευθύνσεις εκπαίδευσης, υπό την καθοδήγηση προφανώς της πολιτικής ηγεσίας του Υ.ΠΑΙ.Θ., δεν ήταν άλλη από παράνομες κινήσεις πανικού που αποκάλυψαν την πλήρη εικόνα του αυταρχισμού και καταπάτησης κάθε έννοιας χρηστής και δημοκρατικής διοίκησης, τόσο από το Υ.ΠΑΙ.Θ. όσο και από κάποιους «πρόθυμους» διευθυντές εκπαίδευσης.
Απειλές προς συλλόγους διδασκόντων που συμμετείχαν στη στάση εργασίας της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. ότι θα περάσουν Ε.Δ.Ε. με ποινή την απόλυσή τους αν ακυρώνονταν οι εξετάσεις στο σχολείο τους, προφορικές εντολές προς διευθυντές σχολείων για γραπτές εκθέσεις αιτιολόγησης της μη πραγματοποίησης των εξετάσεων, παράνομες (με παραβίαση του Φ.Ε.Κ. που σαφώς όριζε τα σχολεία όπου επρόκειτο να διενεργηθούν οι εξετάσεις) αλλαγές της τελευταίας στιγμής, από διευθυντές εκπαίδευσης, των σχολείων όπου θα διενεργούνταν οι εξετάσεις όταν οι εκπαιδευτικοί των ορισμένων από το Φ.Ε.Κ. σχολείων συμμετείχαν καθολικά στη στάση εργασίας, υπήρξαν μερικά από τα παράνομα και αυταρχικά μέσα που επιστρατεύθηκαν προκειμένου οι εξετάσεις να πραγματοποιηθούν «διά πυρός και σιδήρου».
Πιο πρόσφατος, γιατί έσχατος δεν διαφαίνεται, σταθμός του αντιδημοκρατικού κατήφορου της ηγεσίας του Υ.ΠΑΙ.Θ. η απόπειρα διαστρέβλωσης των στοιχείων που αφορούν τη συμμετοχή σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών στις εξετάσεις. Το Υ.ΠΑΙ.Θ., συνεχίζοντας την ανάλογη περσινή του τακτική, εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για τη συμμετοχή των 579 από τα 600 σχολεία στις εξετάσεις με κριτήριο το γεγονός ότι 21 διευθυντές σχολικών μονάδων δεν μπήκαν στην πλατφόρμα του Ι.Ε.Π. για να παραλάβουν τα θέματα. «Παρέλειψαν» να αναφερθούν στον αριθμό των σχολείων που ακυρώθηκαν ολοκληρωτικά οι εξετάσεις, των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν στη στάση εργασίας και φυσικά στο, κομβικής σημασίας, ποσοστό συμμετοχής των μαθητών. Ο λόγος προφανής, αφού και στα σχολεία όπου πραγματοποιήθηκαν οι εξετάσεις σε εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό απείχαν οι μαθητές.
Η, πικρή για το Υ.ΠΑΙ.Θ., αλήθεια είναι πως, οι εξετάσεις ακυρώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό (τα πρώτα στοιχεία παρουσιάζουν τη μη συμμετοχή σε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό και θα αναφέρουμε τα ακριβή στοιχεία μόλις έχουμε πλήρη εικόνα) και το Υ.ΠΑΙ.Θ., για δεύτερη χρονιά δεν κατάφερε να υλοποιήσει την επιχείρηση υποβάθμισης του δημόσιου σχολείου μέσω των διατάξεων του ν. 4823/21 για τις εθνικές εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι φέτος, σύμφωνα με τον νόμο, το σύστημα αυτό θα εφαρμοζόταν καθολικά κάτι το οποίο μετά την αντίσταση εκπαιδευτικών (έπειτα από τις αποφάσεις της Δ.Ο.Ε.), γονέων και μαθητών και πέρυσι δεν κατέστη δυνατό.
Είναι σαφές ότι η πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. μετά από τις συντριπτικές απαντήσεις συνολικής αμφισβήτησης της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής του, που έχει λάβει από τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι υλοποιούν δυναμικά της αποφάσεις του Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. τόσο για το ζήτημα των εξετάσεων όσο και της «αξιολόγησης», οφείλει να καταργήσει άμεσα τους νόμους 4692/20 και 4823/21 και να αναγκαστεί να μπει σε γνήσιο διάλογο με τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες, κάτι που πεισματικά αρνείται εδώ και 4 χρόνια.