Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για τα πιλοτικά σχολεία

Με μεγάλη συμμετοχή των συναδέλφων από τα πιλοτικά σχολεία αλλά και αρκετών εκπαιδευτικών και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 23 Μάη, στο 76ο Δημ. Σχ. Αθηνών, η εκδήλωση για τα πιλοτικά σχολεία. Η εκδήλωση διοργανώθηκε από το Συντονιστικό των πιλοτικών σχολείων και αρκετούς Συλλόγους Π.Ε. (ανάμεσά τους και ο Α΄ Σύλλογος Αθηνών Π.Ε.) και είχε θέμα : «Νέο Σχολείο» : Όταν το παλιό φορά το μανδύα του νέου

Παραθέτουμε ενδεικτικά άρθρο του εισηγητή Γιώργου Γρόλλιου, αν. καθηγητή Παιδαγωγικού Α.Π.Θ. καθώς και κείμενο του Συντονιστικού

 

 

Τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών του Νέου Σχολείου
 
 
 
Από το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών
στα προγράμματα σπουδών του Νέου Σχολείου


του Γιώργου Γρόλλιου,
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εκπαιδευτική Κοινότητα

Στις αρχές του Μάρτη του 2010 η υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων υπέβαλε στο υπουργικό συμβούλιο σχέδιο δράσης στον τομέα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τη δημιουργία ενός Νέου Σχολείου. Βασικό χαρακτηριστικό του σχεδίου είναι η αλλαγή των προγραμμάτων σπουδών του νηπιαγωγείου, του δημοτικού και του γυμνασίου. Τα νέα προγράμματα προβλέπεται να αναπτυχθούν μέχρι τον Ιούνιο του 2011, να εφαρμοστούν πειραματικά την επόμενη σχολική χρονιά και να γενικευτεί η εφαρμογή τους στη σχολική χρονιά 2012-2013. Το πρόγραμμα σπουδών του λυκείου προβλέπεται ότι θα οργανώνεται ταυτόχρονα με αυτό της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που ενέκρινε το σχέδιο δράσης για το Νέο Σχολείο, αποφάσισε την αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υιοθετώντας μια συγκεκριμένη εκτίμηση: «Τα Προγράμματα Σπουδών που εφαρμόζονται σήμερα, παρά το γεγονός ότι περιγράφουν την υιοθέτηση σύγχρονων αρχών, δεν έχουν στην πράξη επιφέρει αλλαγές στο σχολείο. Δεν προκαλούν τον μαθητή να ερευνήσει και να ανακαλύψει τη γνώση, αλλά προσφέρουν έτοιμες απαντήσεις προς απομνημόνευση, ενώ δεν αφήνουν περιθώρια ανάπτυξης πρωτοβουλιών από τον εκπαιδευτικό». Έτσι, η κυβέρνηση απαξιώνει ως αναποτελεσματικό ένα εγχείρημα που είχε θεμελιωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, δηλαδή σε μια προηγούμενη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Ισχυριζόμενη ότι το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (εφεξής ΔΕΠΠΣ) και τα συνδεόμενα μαζί του Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών δεν έδωσαν περιθώρια πρωτοβουλίας στον εκπαιδευτικό και δεν αμφισβήτησαν την κυριαρχία της απομνημόνευσης έτοιμων απαντήσεων στη σχολική πράξη, ουσιαστικά απαξιώνει, επίσης, την πολύμορφη ρητορική των υποστηρικτών τους, οι οποίοι επαγγέλλονταν την οικοδόμηση ενός μαθητοκεντρικού, βιωματικού και δημιουργικού σχολείου, χώρου μάθησης, χαράς και ζωής, με όλους τους συντελεστές του συμμέτοχους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σε μικρό χρονικό διάστημα (περίπου μια πενταετία) από την έναρξη εφαρμογής του ΔΕΠΠΣ με τη συγγραφή και τη χρήση των αντίστοιχων εγχειριδίων των διαφόρων μαθημάτων, χωρίς τα οποία το πρόγραμμα θα παρέμενε ανενεργό.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η κυβέρνηση, για να στηρίξει την εκτίμησή της, δεν επικαλείται οποιαδήποτε έρευνα. Είναι φανερό ότι είναι αποφασισμένη να αλλάξει τα αναλυτικά προγράμματα του σχολείου χωρίς, προηγουμένως, να υλοποιήσει ούτε στο ελάχιστο μία από τις βασικές αρχές τις οποίες η ίδια διακηρύσσει στο κείμενό της για το Νέο Σχολείο, δηλαδή την ανάγκη συστηματικής αξιολόγησης, η οποία για τη σχολική μονάδα «αποτελεί μοναδική διαδικασία διαπίστωσης της θετικής αλλά και της αρνητικής πορείας» της. Προφανώς, η αξιολόγηση για την κυβέρνηση θεωρείται απαραίτητη όταν αφορά τις σχολικές μονάδες και τους εκπαιδευτικούς αλλά όχι το ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα, δηλαδή ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της εκπαίδευσης, του οποίου την ευθύνη στη χώρα μας φέρει η κρατική πολιτική εξουσία.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να συγκρίνει βασικά στοιχεία των προδιαγραφών για το σχεδιασμό του αναλυτικού προγράμματος, που περιέχονται στο σχέδιο δράσης για το Νέο Σχολείο, με αντίστοιχα στοιχεία του ΔΕΠΠΣ. Αυτή η σύγκριση μπορεί να αναδείξει την οπτική στην οποία εντάσσεται ο σχεδιασμός των προγραμμάτων του Νέου Σχολείου και, συνεπώς, να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση του χαρακτήρα τους. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να συμβάλει και σε μια ευρύτερη ανάλυση για τις μεταβολές στην ελληνική εκπαίδευση, μέρος των οποίων αποτελούν οι αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα της τελευταίας δεκαετίας. Ωστόσο, μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί να γίνει εδώ, όχι μόνο λόγω της περιορισμένης έκτασης ενός άρθρου αλλά και γιατί προϋποθέτει τη διερεύνηση μιας σειράς ευρύτερων οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ζητημάτων, καθώς και άλλων όψεων της εκπαίδευσης.
Το σχέδιο δράσης για το Νέο Σχολείο θεμελιώνεται σε μια κριτική του υπάρχοντος. Σύμφωνα με αυτή την κριτική, το σχολείο σήμερα μοιάζει συχνά με χώρο καταναγκαστικού έργου, όπου λείπει η χαρά της μάθησης, της έρευνας, της ανακάλυψης και της δημιουργίας και έχει υποβιβαστεί από τις απαιτήσεις μιας στεγνής γνώσης με υπερφορτωμένο πρόγραμμα. Οι εκπαιδευτικοί βιώνουν ένα επαγγελματικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από άγχος, αίσθηση απαξίωσης και επιφυλακτικότητα απέναντι στην καινοτομία. Τρέχοντας να καλύψουν την ύλη του ενός και μοναδικού βιβλίου, που σε πολλές περιπτώσεις δεν το θεωρούν ικανοποιητικό, χωρίς εναλλακτικό εκπαιδευτικό υλικό, μέσα, νέες τεχνολογίες καθώς και επαρκή παιδαγωγική και επιστημονική καθοδήγηση και επιμόρφωση, βλέπουν να περιορίζεται ο ρόλος τους σε αυτόν του απλού διεκπεραιωτή εκπαιδευτικών εντολών και κατευθύνσεων.
Οι γονείς υφίστανται την πίεση όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το παιδί τους στο σχολείο και τα βιώνουν από τη δική τους πλευρά. Οι τοπικές κοινωνίες παραμένουν απομονωμένες από το σχολείο, το οποίο αδυνατεί να προσαρμοστεί και να αξιοποιήσει τοπικά χαρακτηριστικά. Στους γονείς δεν δίνεται φωνή και -με ευθύνη και των ίδιων- απουσιάζει η ενεργητική συμμετοχή στη συνδιαμόρφωση της σχολικής ζωής. Όλα τα παραπάνω έχουν συμβάλει ώστε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όχι μόνο να συντηρεί και να αναπαράγει ανισότητες, αλλά και να μην είναι ανταγωνιστικό, τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στον διεθνή χώρο. Οι μέτριες επιδόσεις αφενός του εκπαιδευτικού συστήματος σε σχέση με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκπαίδευση και την κατάρτιση και αφετέρου των Ελλήνων μαθητών σε διεθνείς αξιολογήσεις όπως αυτή της PISA καθώς επίσης η χαμηλότατη θέση της Ελλάδας ως προς τη χρήση της τεχνολογίας και το φαινόμενο της αποδημίας Ελλήνων επιστημόνων δημιουργούν μια απογοητευτική εικόνα απόδοσης του ελληνικού σχολείου.
Η παραπάνω κριτική έχει σημαντικές διαφορές με εκείνη την κριτική στην οποία θεμελιωνόταν το ΔΕΠΠΣ. Ο τότε πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου υποστήριζε, όπως προαναφέραμε, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν θα πορευόταν στις συντεταγμένες του παραδοσιακού γνωσιοκεντρικού σχολείου, της αποσπασματικότητας και της παθητικής απόκτησης των γνώσεων, αλλά θα έπρεπε να είναι μαθητοκεντρικό, βιωματικό και δημιουργικό με όλους τους συντελεστές του (διδάσκοντες και διδασκόμενους) συμμέτοχους, χώρος μάθησης, χαράς και ζωής και όχι μόνο στερεότυπης διδασκαλίας. Η σημερινή κυβέρνηση χρησιμοποιεί μια ανάλογη ρητορική στην κριτική της προς το σχολείο με εκείνη του ΔΕΠΠΣ, όταν αναφέρεται στους μαθητές και στους εκπαιδευτικούς. Όμως, εκείνο που αξίζει να προσέξουμε είναι ότι συγκεφαλαιώνει τα επιμέρους σημεία της κριτικής της στο ζήτημα της αποτελεσματικότητας του σχολείου.
Με βάση, λοιπόν, αυτού του είδους την κριτική, το σχέδιο δράσης του Νέου Σχολείου καταρχήν περιλαμβάνει ορισμένους σκοπούς για την προετοιμασία των νέων γενιών. Οι νέες γενιές πρέπει να μπορούν να πατούν στέρεα πάνω σε αξίες και αρχές που κάνουν κάθε νέο «πάνω απ’ όλα άνθρωπο», να συνεχίζουν να αποκτούν γνώσεις σε όλη τη διάρκεια του βίου, να συμμετέχουν με επιτυχία στην οικονομική ζωή και να έχουν ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου, να ασκούν το ρόλο του υπεύθυνου πολίτη και να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Αυτοί οι γενικοί σκοποί συγκεκριμενοποιούνται στην ανάπτυξη ικανοτήτων των μαθητών.
Έτσι, ο μαθητής α) γίνεται «μικρός διανοούμενος» – αποκτά μεγαλύτερη ικανότητα και άνεση στη χρήση, προφορικά και γραπτά, της ελληνικής γλώσσας, έρχεται σε επαφή με τον λογοτεχνικό πλούτο, το θέατρο, τη μουσική, την ιστορία και τον πολιτισμό, β) γίνεται «μικρός επιστήμονας» – αποκτά γνωστική επάρκεια στον χειρισμό των μαθηματικών εννοιών, στην εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή και παράλληλη ανάπτυξη της μαθηματικής λογικής και αφαιρετικής ικανότητας, κατακτά αντίστοιχες γνώσεις και δεξιότητες στις φυσικές επιστήμες και στην τεχνολογία, γ) γίνεται «μικρός ερευνητής» – αποκτά ποιότητα και ταχύτητα στην ανάλυση και στη σκέψη, επάρκεια στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, ώστε με κριτική ικανότητα να μπορεί να επιλέγει μέσα από την πληθώρα πληροφοριών και γνώσεων που έχει πλέον στη διάθεσή του, δ) γίνεται «γλωσσομαθής» – αποκτά επάρκεια στη χρήση, προφορικά και γραπτά, τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας και σε δεύτερη φάση δύο ξένων γλωσσών, που τον εξοικειώνουν με άλλες κουλτούρες, ευνοούν την ευρωπαϊκή και διεθνή επικοινωνία και αποτελούν εφόδια επαγγελματικής σταδιοδρομίας, ε) κατακτά το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» – δίνεται τέλος στο «μαθαίνω απ’ έξω», με νέες διδακτικές μεθόδους, εκπαιδευτικά υλικά και ψηφιακά εργαλεία και στ) γίνεται συνειδητός Έλληνας πολίτης και πολίτης του κόσμου – ενδυναμώνει την ελληνική ταυτότητα και συνείδηση με βάση τις αξίες της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, το σεβασμό και την αναγνώριση των άλλων, με γνώση και υπερηφάνεια για την ιστορία και τον πολιτισμό μας, μαθαίνει να ζει και να προοδεύει μέσα στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό περιβάλλον, μέσα και έξω από τη χώρα.
Στο ΔΕΠΠΣ διατυπωνόταν η άποψη ότι «η βασική διαμόρφωση του ισχύοντος εκπαιδευτικού συστήματος, που ξεκίνησε με τη συμβολή του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Δελμούζος, Γληνός, Τριανταφυλλίδης) στις αρχές του περασμένου αιώνα και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960 με τον Παπανούτσο, απαιτεί γενναίες προσαρμοστικές αλλαγές». Προς αυτή την κατεύθυνση θεωρούσαν οι συγγραφείς του ότι ήταν αναγκαίο να προωθηθούν οι εξής οκτώ αρχές: α) παροχή γενικής παιδείας, η οποία εξασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των ανθρωπιστικών/κοινωνικών και των θετικών/τεχνολογικών κατευθύνσεων, β) καλλιέργεια των δεξιοτήτων και ανάδειξη των ενδιαφερόντων του μαθητή, γ) ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες μάθησης για όλους τους μαθητές, δ) ενίσχυση της πολιτισμικής και γλωσσικής ταυτότητας στο πλαίσιο μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, ε) ευαισθητοποίηση για την αναγκαιότητα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, στ) προετοιμασία για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, ζ) φυσική, ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη, η) ευαισθητοποίηση σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παγκόσμιας ειρήνης και διασφάλισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η προώθηση των οκτώ αρχών του ΔΕΠΠΣ δεν οδηγούσε σε συνολική αμφισβήτηση και ριζικό μετασχηματισμό των βασικών δομών και λειτουργιών της υπάρχουσας εκπαίδευσης αλλά σε μερική αναπροσαρμογή της εκπαιδευτικής λειτουργίας, παρά την προσπάθεια των συγγραφέων του να μεγεθύνουν τεχνητά το βάθος και την έκταση των αλλαγών. Οι αρχές αυτές (στην πραγματικότητα πρόκειται για εκπαιδευτικούς σκοπούς) διαφέρουν από τους σκοπούς του σχεδίου δράσης του Νέου Σχολείου, κυρίως επειδή οι τελευταίοι δεν αναφέρονται στην παροχή γενικής παιδείας, η οποία εξασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των ανθρωπιστικών/κοινωνικών και των θετικών/τεχνολογικών κατευθύνσεων και στις ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες μάθησης για όλους τους μαθητές. Με άλλα λόγια, από τους σκοπούς του σχεδίου δράσης του Νέου Σχολείου απουσιάζουν σκοποί που παραπέμπουν σε κατευθυντήριες γραμμές των φιλελεύθερων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του 20ού αιώνα.
Εξίσου σημαντική με την προηγούμενη παρατήρηση είναι ότι στο σχέδιο δράσης για το Νέο Σχολείο οι σκοποί συγκεκριμενοποιούνται στην ανάπτυξη συγκεκριμένων ικανοτήτων. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί μια περιοριστική προσέγγιση των σκοπών του αναλυτικού προγράμματος, η οποία συνδέεται με την σαφή προτεραιότητα στην αποτελεσματικότητά του, που, όπως προαναφέραμε, είναι φανερή και στην κριτική του κειμένου στο υπάρχον σχολείο. Ουσιαστικά, οι σκοποί του προγράμματος του Νέου Σχολείου νοηματοδοτούνται μέσω των συγκεκριμένων ικανοτήτων. Ποιος, όμως, είναι ο χαρακτήρας αυτών των ικανοτήτων;
Στην πραγματικότητα, οι έξι ικανότητες του κειμένου της κυβέρνησης αποτελούν μια αναδιατύπωση των οκτώ ικανοτήτων της ευρωπαϊκής «Σύστασης για τις Ικανότητες Κλειδιά» του 2006 (i. επικοινωνία στη μητρική γλώσσα, ii. επικοινωνία στις ξένες γλώσσες, iii. μαθηματική ικανότητα και βασικές ικανότητες στην επιστήμη και στην τεχνολογία, iv. ψηφιακή ικανότητα, v. μάθηση τρόπων μάθησης, vi. κοινωνικές ικανότητες και ικανότητες που σχετίζονται με την ιδιότητα του πολίτη, vii. αίσθηση πρωτοβουλίας και επιχειρηματικότητας και viii. πολιτισμική επίγνωση και έκφραση) για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της Συνόδου Κορυφής της Λισαβόνας.
Πρόκειται για μια παραλλαγή της γνωστής νεοφιλελεύθερης – νεοσυντηρητικής επιμονής για στροφή της εκπαίδευσης στα βασικά, δηλαδή την απόδοση προτεραιότητας στις ικανότητας γραφής, ανάγνωσης και αρίθμησης, οι οποίες στην αμερικανική εκδοχή της δεκαετίας του 1980 έπρεπε να συνδυάζονται με τις ικανότητες στις ξένες γλώσσες, την επιστήμη και τις νέες τεχνολογίες. Η στροφή στα βασικά, από τότε μέχρι σήμερα, εμπλουτίστηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής με τη μάθηση τρόπων μάθησης, η οποία εντάχθηκε στο πλαίσιο της προώθησης της δια βίου κατάρτισης και της ευέλικτης προσαρμογής στις μεταβολές των συνθηκών εργασίας καθώς και με άλλες «κοινωνικές» ικανότητες στη δεκαετία του 2000, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η ικανότητα της επιχειρηματικότητας, που νοηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό και τη σημασία της ιδιότητας του πολίτη.
Οι σκοποί των προγραμμάτων του Νέου Σχολείου, λοιπόν, απορρέουν από την αυστηρή προσήλωση στην υλοποίηση της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτή η αυστηρή προσήλωση δεν χαρακτήριζε το ΔΕΠΠΣ, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι οι σκοποί του βρίσκονταν σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική. Στο ΔΕΠΠΣ δεν εκφραζόταν με ευκρίνεια η επιμονή για στροφή της εκπαίδευσης στα βασικά, παρά το γεγονός ότι δύο χρόνια πριν τη δημοσίευσή του είχαν παρουσιαστεί ευρωπαϊκά κείμενα για την προώθηση των στρατηγικών στόχων της Συνόδου της Λισσαβόνας, τα οποία εξέφραζαν αυτή τη στροφή, που έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της αναγκαιότητας για την κατάκτηση ιστορικής, κοινωνιολογικής, αισθητικής και φιλοσοφικής γνώσης.
Αντίθετα, στο σχέδιο δράσης για το Νέο Σχολείο η λογική της στροφής στα βασικά κυριαρχεί. Το ότι στο κείμενο αναφέρεται πως στη νέα χρονιά θα γίνουν παρεμβάσεις σε 10θέσια, 11θέσια και 12θέσια ολοήμερα σχολεία, οι οποίες θα έχουν ως βασικούς τους άξονες την «εστίαση στην ελληνική γλώσσα και στα μαθηματικά», τη «στόχευση στα μαθηματικά και στην ξένη γλώσσα» και την «προτεραιότητα στην ξένη γλώσσα και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές» είναι ένα ακόμα δείγμα της κυριαρχίας της στροφής στα βασικά. Μάλιστα, δύο περίπου μήνες μετά τη δημοσίευση του σχεδίου του Νέου Σχολείου, με απόφαση του υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, οι παρεμβάσεις αρχίζουν να υλοποιούνται.
Στο ωρολόγιο πρόγραμμα της νέας σχολικής χρονιάς όλων των τάξεων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης οκτακοσίων δωδεκαθέσιων ολοήμερων σχολείων προστίθενται δύο ώρες ελληνικής γλώσσας, δύο ώρες μαθηματικών, οκτώ ώρες ξένης γλώσσας και δώδεκα ώρες ηλεκτρονικών υπολογιστών σε σύνολο τριάντα πέντε νέων ωρών. Αν συνυπολογίσουμε την παραδοσιακή ποσοτική κυριαρχία των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και των μαθηματικών στο μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενο ωρολόγιο πρόγραμμα, είναι φανερό ότι η στροφή στα βασικά εμπεδώνεται. Το ποσοστό των ωρών διδασκαλίας των συναφών με τη στροφή στα βασικά μαθημάτων ξεπερνά το 53% του συνόλου των ωρών διδασκαλίας όλων των μαθημάτων.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, για να γίνει πραγματικότητα και να εκπληρώσει τους στόχους του το Νέο Σχολείο, απαραίτητο είναι το νέο πρόγραμμα να υιοθετεί τις ακόλουθες αρχές οργάνωσης και εφαρμογής του: να είναι α) ανοικτό και ευέλικτο ως προς τον εκπαιδευτικό, ο οποίος θα έχει δυνατότητα παρέμβασης και αυτενέργειας στο περιεχόμενο και στη μέθοδο διδασκαλίας• ως προς τη διαδικασία σύνταξης, όπου συμμετέχουν μάχιμοι εκπαιδευτικοί, εκπρόσωποι των επιστημονικών κλάδων και των ειδικών φορέων της πολιτείας• και επίσης ως προς τον μαθητή, β) στοχοκεντρικό, ώστε να περιγράφεται με σαφήνεια η ανάπτυξη των βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων από τις οποίες απορρέει η επιλογή περιεχομένων και διάρθρωσης της ύλης και οι μέθοδοι διδασκαλίας και αξιολόγησης, γ) ενιαίο και συνεκτικό από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο, ώστε με βάση τους εκπαιδευτικούς στόχους να εξασφαλίζεται η συνέχεια και η σύνδεση της γνώσης μεταξύ των μαθημάτων της τάξης αλλά και από τάξη σε τάξη και βαθμίδα σε βαθμίδα, δ) συνοπτικό, ώστε να αποτελεί εργαλείο επικοινωνίας και καθοδήγησης της εκπαιδευτικής πράξης, που να είναι προσιτό στους εκπαιδευτικούς αλλά και κατανοητό από τους γονείς, ε) διαθεματικό με την έννοια ότι προωθούνται και καλλιεργούνται με τρόπο εγκάρσιο οι βασικές δεξιότητες-ικανότητες και η ανάπτυξη θεμάτων και αξιών σε όλο το εύρος των επιμέρους μαθημάτων και στ) παιδαγωγικά διαφοροποιούμενο για να λαμβάνει υπόψη τους διαφορετικούς ρυθμούς μάθησης των μαθητών, τις ιδιαιτερότητες στην τάξη, τις διαφορετικές κοινωνικο-πολιτισμικές αναπαραστάσεις και όλα τα άλλα στοιχεία που καθιστούν τη διδασκαλία μια μοναδική, μη-τυποποιημένη διαδικασία.
Συγκρίνοντας τις «νέες αρχές οργάνωσης και εφαρμογής» με τις αντίστοιχες του ΔΕΠΠΣ, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Πρώτον, ο στοχοκεντρικός χαρακτήρας του προγράμματος του Νέου Σχολείου, που δηλώνεται ρητά ότι σημαίνει περιγραφή με σαφήνεια των βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων από τις οποίες απορρέει η επιλογή περιεχομένων και οι μέθοδοι διδασκαλίας και αξιολόγησης, δεν αποτελεί κάποια νέα αρχή σχεδιασμού του αναλυτικού προγράμματος. Πρόκειται για την αφετηριακή θέση για τον προσδιορισμό του περιεχομένου του αναλυτικού προγράμματος της οπτικής της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, που θεμελιώθηκε από τον Franklin Bobbit στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα και αναπτύχθηκε με το μοντέλο του Ralph Tyler και την ταξινομία των διδακτικών στόχων του Benjamin Bloom στα μέσα του ίδιου αιώνα. Η χρησιμοποίησή της δεν αποτελεί, βέβαια, διαφοροποίηση από το ΔΕΠΠΣ, αφού η ίδια ακριβώς αρχή είχε χρησιμοποιηθεί για το σχεδιασμό του τελευταίου, πράγμα που γίνεται φανερό όχι μόνο από τη δόμησή του με βάση συγκεκριμένους διδακτικούς στόχους οι οποίοι περιγράφονται με σαφήνεια, αντιστοιχούν στη μεταβολή συγκεκριμένων υποδιαιρέσεων της συμπεριφοράς των μαθητών και η επιτυχία τους είναι μετρήσιμη αλλά και από τη ρητή αναφορά της ταξινομίας του Bloom στο εισαγωγικό μέρος του.
Δεύτερον, ο ενιαίος και συνεκτικός χαρακτήρας του προγράμματος του Νέου Σχολείου από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο και η διαθεματικότητα ήταν οι αρχές στις οποίες στηρίχτηκε ο σχεδιασμός και του ΔΕΠΠΣ. Το σχέδιο δράσης δεν πρωτοτυπεί ως προς αυτές τις αρχές. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση, παρά το ότι χρησιμοποιεί με λανθασμένο και, τελικά, παραπλανητικό τρόπο την έννοια της διαθεματικότητας ακολουθώντας τα βήματα των συγγραφέων του ΔΕΠΠΣ, έχει ήδη δείξει ότι ουσιαστικά αλλοιώνει το περιεχόμενο της μόνης από τις καινοτομίες του που μπορούσε να θεωρηθεί ότι προωθούσε τη διαθεματική προσέγγιση, δηλαδή την ευέλικτη ζώνη.
Το κρίσιμο ζήτημα για το αν η ευέλικτη ζώνη θα αποτελούσε χώρο (έστω περιορισμένης) υλοποίησης της διαθεματικής προσέγγισης ήταν τα χαρακτηριστικά των projects τα οποία θα υλοποιούνταν στο πλαίσιό της. Με την απόφαση του υπουργείου Παιδείας που προαναφέραμε, μία (σε σύνολο τριών) από τις διδακτικές ώρες της ευέλικτης ζώνης στις τέσσερις πρώτες τάξεις των οκτακοσίων νέων ολοήμερων σχολείων θα αφιερώνεται σε θέματα αγωγής υγείας, διατροφικών συνηθειών, κυκλοφοριακής αγωγής και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, αντίστοιχα. Συνεπώς, περιορίζονται ακόμη περισσότερο τα ήδη στενά όρια εφαρμογής της μεθόδου project, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας θα έπρεπε να είναι η αξιοποίηση των παιδικών ενδιαφερόντων και η προσέγγιση ποικίλων προβλημάτων με στόχο την αλλαγή της κοινωνίας σε δημοκρατική κατεύθυνση, με αποτέλεσμα την σχεδόν πλήρη περιθωριοποίηση κάθε στοιχείου διαθεματικής προσέγγισης από τις προδιαγραφές του αναλυτικού προγράμματος του Νέου Σχολείου και την αλλοίωση του περιεχομένου της ευέλικτης ζώνης.
Τρίτον, η αρχή του ανοικτού και ευέλικτου χαρακτήρα του προγράμματος, όταν αναφέρεται στη διαδικασία σύνταξής του, όπου συμμετέχουν μάχιμοι εκπαιδευτικοί, εκπρόσωποι των επιστημονικών κλάδων και των ειδικών φορέων της πολιτείας, είναι παρόμοια με εκείνη του ΔΕΠΠΣ. Ο σχεδιασμός του αναλυτικού προγράμματος του Νέου Σχολείου θα γίνει μέσω ευρωπαϊκού προγράμματος, το οποίο έχει ήδη προκηρυχθεί και όπου προσδιορίζεται σαφώς ότι κύριος φορέας θα είναι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, που θα αναθέσει σε επιστήμονες-εμπειρογνώμονες την εκπόνηση των προγραμμάτων κάθε μαθήματος, οδηγών για τους εκπαιδευτικούς (μεθοδολογικές κατευθύνσεις και πρακτικά παραδείγματα για τη διδασκαλία και την αξιολόγηση) και εκπαιδευτικού υλικού. Στη διαδικασία θα συμμετέχουν οι εκπαιδευτικοί των σχολείων όπου τα προγράμματα θα εφαρμόζονται πιλοτικά, ενώ για το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας θα προγραμματιστούν απλώς ενημερωτικές συναντήσεις.
Η οποιαδήποτε, λοιπόν, συμμετοχή συλλογικών φορέων της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση του προγράμματος του Νέου Σχολείου θα γίνει ουσιαστικά επί ενός έτοιμου προϊόντος. Έτσι, θα έχει ως στόχο την εξασφάλιση της επίφασης της δημόσιας διαβούλευσης, προσλαμβάνοντας ανάλογο χαρακτήρα με τη νομιμοποιητική επίκληση του διαλόγου που έγινε για το ΔΕΠΠΣ, χαρακτήρα απλής συμπλήρωσης και διακόσμησης μιας συγκεκριμένης λογικής για τη συγκρότηση των σχολικών προγραμμάτων, δηλαδή της λογικής του σχεδιασμού τους χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Η ίδια αρχή, όταν αναφέρεται στον εκπαιδευτικό ο οποίος θα έχει δυνατότητα παρέμβασης και αυτενέργειας στο περιεχόμενο και στη μέθοδο διδασκαλίας, επίσης συμπεριλαμβανόταν στο ΔΕΠΠΣ. Όσο για τον ανοικτό και ευέλικτο χαρακτήρα του προγράμματος ως προς τον μαθητή, αυτός παραμένει παντελώς αδιευκρίνιστος στο κείμενο του σχεδίου δράσης για το Νέο Σχολείο.
Τέταρτον, οι αρχές του συνοπτικού και παιδαγωγικά διαφοροποιούμενου προγράμματος είναι εκείνες που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στον σχεδιασμό του ΔΕΠΠΣ. Όσον αφορά την αρχή της συνοπτικότητας, η χρήση της συνδέεται με την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του αναλυτικού προγράμματος, αφού δικαιολογείται με βάση την αξιοποίησή του ως εργαλείου επικοινωνίας και καθοδήγησης της εκπαιδευτικής πράξης, ενός εργαλείου που θα είναι προσιτό στους εκπαιδευτικούς και κατανοητό από τους γονείς. Όσον αφορά την αρχή της διαφοροποίησης, εκ πρώτης όψεως μπορεί να κατανοηθεί ως βήμα στην κατεύθυνση μιας διδασκαλίας η οποία αναγνωρίζει τις πολυποίκιλες διαφορές στο χώρο του σχολείου, αφού στο κείμενο συνδέεται με τους διαφορετικούς ρυθμούς μάθησης των μαθητών, τις ιδιαιτερότητες στην τάξη και τις διαφορετικές κοινωνικο-πολιτισμικές αναπαραστάσεις τους.
Ωστόσο, ακόμα και αν η αρχή της διαφοροποίησης του προγράμματος φαίνεται να αντιστοιχεί στο «σεβασμό και την αναγνώριση των άλλων», που συγκαταλέγεται στα επιμέρους στοιχεία των ικανοτήτων τις οποίες επιδιώκει να αναπτύξει το πρόγραμμα του Νέου Σχολείου, δεν μπορεί παρά να γίνει κατανοητή πρωταρχικά με βάση τη σύνδεσή της με τον στοχοκεντρικό χαρακτήρα του προγράμματος. Στο σύνολο των αρχών της οργάνωσης και της εφαρμογής του προγράμματος του Νέου Σχολείου, εκείνη που κυριαρχεί είναι ο στοχοκεντρικός χαρακτήρας του. Αυτή είναι η αρχή η οποία σφραγίζει το σχέδιο δράσης του Νέου Σχολείου, ακριβώς επειδή απαντά στο βασικό λόγο της συγγραφής του, τον οποίο ρητά επικαλείται στην κριτική της προς το υπάρχον σχολείο η κυβέρνηση, δηλαδή την «απογοητευτική εικόνα της απόδοσης» του τελευταίου.
Η δόμηση του προγράμματος με βάση συγκεκριμένους διδακτικούς στόχους οι οποίοι περιγράφονται με σαφήνεια, αντιστοιχούν στη μεταβολή συγκεκριμένων υποδιαιρέσεων της συμπεριφοράς των μαθητών και η επιτυχία τους είναι μετρήσιμη αποτέλεσε ιστορικά βασική θέση της οπτικής της κοινωνικής αποτελεσματικότητας για τον σχεδιασμό του. Αυτή η οπτική εμπεριείχε την αρχή της διαφοροποίησης του προγράμματος. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο David Snedden, θεωρώντας ότι ο σύγχρονος κόσμος διαιρεί και υποδιαιρεί τα επαγγέλματά του, υποστήριζε ότι ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα έπρεπε να αντανακλά αυτή την πραγματικότητα. Κάθε είδος εκπαίδευσης έπρεπε να σχεδιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του προσώπου που έπρεπε να εκπαιδευτεί. Μια πραγματικά επιστημονική εκπαίδευση δεν μπορούσε παρά να θεμελιώνεται σε ένα αναλυτικό πρόγραμμα το οποίο θα προσαρμοζόταν στις κοινωνικές λειτουργίες που θα επιτελούσαν οι μαθητές ως ενήλικες. Εφόσον, όμως, οι άνθρωποι επιτελούσαν διαφορετικές λειτουργίες, σύμφωνα με την κοινωνική τάξη, το επάγγελμα και το κοινωνικό φύλο τους, οι αντίστοιχες με τις κοινωνικές λειτουργίες ικανότητες ήταν αναγκαίο να προβλεφθούν και να ενσωματωθούν σε ένα εξαιρετικά διαφοροποιημένο αναλυτικό πρόγραμμα.
Βέβαια, το όραμα του Snedden για ένα λεπτομερέστατα διαφοροποιημένο αναλυτικό πρόγραμμα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στην εντέλεια, αλλά η γενική ιδέα για διαφορετική εκπαίδευση των διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού, προσδιορισμένη με ποικίλους τρόπους, καθιερώθηκε στη σύγχρονη αμερικανική εκπαίδευση. Επιπλέον, η ίδια ιδέα συνδεόταν με το ότι η εκπαίδευση έπρεπε να σχεδιάζεται με βάση συγκεκριμένους σκοπούς και, συνεπώς, ήταν απαραίτητο να δίνεται συνεχής έμφαση στη διατύπωση συγκεκριμένων στόχων διδασκαλίας με εξαιρετικά συγκεκριμένους όρους. Ο Bobbit, ο Snedden και άλλοι θεωρητικοί της κοινωνικής αποτελεσματικότητας στην ουσία προώθησαν μια νέα κουλτούρα για την εκπαίδευση. Το σχολείο, αντί να είναι ένας τόπος διανοητικής έρευνας, εξάσκησης της περιέργειας και δημιουργικής δράσης, παρουσιαζόταν ως μηχανισμός όπου οι μαθητές εργάζονταν παθητικά για να επιτύχουν προκαθορισμένα αποτελέσματα, τα οποία ελάχιστα ή καθόλου σχετίζονταν με τα δικά τους ενδιαφέροντα και τις δικές τους προσωπικές ιστορίες, αλλά πιθανώς τους εφοδίαζαν για τη μελλοντική τους ζωή.
Η αρχή της διαφοροποίησης του προγράμματος ουσιαστικά υπάγεται στην αποτελεσματικότητα του προγράμματος του Νέου Σχολείου, με την έννοια ότι η διαφοροποίηση επιδιώκεται για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένοι διδακτικοί στόχοι, οι οποίοι περιγράφονται με σαφήνεια, αντιστοιχούν στη μεταβολή συγκεκριμένων υποδιαιρέσεων της συμπεριφοράς των μαθητών και η επιτυχία τους είναι μετρήσιμη. Η αναγνώριση και η αξιοποίηση των διαφορετικών ρυθμών μάθησης των μαθητών, των ιδιαιτεροτήτων και των διαφορετικών κοινωνικο-πολιτισμικών αναπαραστάσεών τους εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Και, βέβαια, δεν εντάσσονται σε κάποιο άλλο πλαίσιο άμβλυνσης της συμβολής του σχολείου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων και αμφισβήτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Συνεπώς, η χρησιμοποίηση της αρχής της διαφοροποίησης στην κατασκευή των προγραμμάτων του Νέου Σχολείου και η εφαρμογή της είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην καθιέρωση στο πεδίο της διδακτικής πράξης διαφορετικών επιπέδων στόχων για διαφορετικές κατηγορίες μαθητών, στο όνομα της αναγνώρισης των ιδιαιτεροτήτων, των διαφορετικών ρυθμών μάθησης και των διαφορετικών κοινωνικο-πολιτισμικών αναπαραστάσεών τους.
Με βάση, λοιπόν, τη σύγκριση που προηγήθηκε, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μετάβαση από το ΔΕΠΠΣ στα αναλυτικά προγράμματα του Νέου Σχολείου χαρακτηρίζεται από α) μεγαλύτερη έμφαση στην αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης, β) απάλειψη σκοπών οι οποίοι παραπέμπουν σε κατευθυντήριες γραμμές των φιλελεύθερων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, όπως η ισορροπία μεταξύ των ανθρωπιστικών/κοινωνικών και των θετικών/τεχνολογικών κατευθύνσεων και η παροχή ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων μάθησης για όλους τους μαθητές, γ) περιοριστική προσέγγιση των σκοπών του αναλυτικού προγράμματος μέσω της συγκεκριμενοποίησής τους στην ανάπτυξη ικανοτήτων, δ) αυστηρή προσήλωση στην υλοποίηση της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής, που συνεπάγεται την επιμονή για στροφή της εκπαίδευσης στα λεγόμενα βασικά αντικείμενα διδασκαλίας, ε) αλλοίωση της ευέλικτης ζώνης μέσω της περαιτέρω περιθωριοποίησης της εφαρμογής της μεθόδου project και στ) αξιοποίηση της αρχής του παιδαγωγικά διαφοροποιούμενου προγράμματος, η οποία συνδέεται με την αρχή του στοχοκεντρικού χαρακτήρα του, στο πλαίσιο της υιοθέτησης της οπτικής της κοινωνικής αποτελεσματικότητας για το σχεδιασμό του.
Με άλλα λόγια, η οπτική της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του ΔΕΠΠΣ, εμπλουτίζεται στο σχέδιο δράσης του Νέου Σχολείου με την προσθήκη της αρχής της διαφοροποίησης του προγράμματος. Το σχέδιο δράσης συνεχίζει να χρησιμοποιεί στοιχεία μαθητοκεντρικής ρητορικής, αλλά τα στοιχεία αυτά υπάγονται στον κεντρικό σκοπό του, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση πρέπει να εξυπηρετήσει πιο άμεσα τις λειτουργίες της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης και έτσι καθίστανται περιττοί σκοποί που παραπέμπουν σε φιλελεύθερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ή αντίστοιχες παιδαγωγικές μέθοδοι – τα δόγματα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη συγκεκριμένων ικανοτήτων, οι οποίες στη χώρα μας προσδιορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Βιβλιογραφία

Beyer, L. & Liston, D. (1996) Curriculum in Conflict: Social Visions, Educational Agendas and Progressive School Reform. New York: Teachers College Press
Βρεττός, Ι. & Καψάλης, Α. (2009) Αναλυτικά Προγράμματα. Θεωρία, Έρευνα και Πράξη. Τέταρτη Έκδοση. Αθήνα
Γρόλλιος, Γ. (1999) Ιδεολογία. Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Πολιτική. Λόγος και Πράξη των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων για την Εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg
Γρόλλιος, Γ. (2002) «Σχολική αποτελεσματικότητα και αξιολόγηση» στο Χ. Κάτσικας, & Γ. Καββαδίας (επιμ.) Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση. Ποιος, ποιον και γιατί. Αθήνα: Σαββάλας
Γρόλλιος, Γ. (2003) Θεμελίωση, στοχοθεσία και διαθεματικότητα στο νέο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών για την υποχρεωτική εκπαίδευση. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ.67
Γρόλλιος, Γ. & Λιάμπας, Τ. (2001) Ευέλικτη ζώνη και μέθοδος project. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ. 60
Kliebard, H. (1992) Forging the American Curriculum. Essays in Curriculum History and Theory. New York: Routledge
Pinar, W., Reynolds, W., Slattery, P., Taubman, P. (2002) Understanding Curriculum. An Introduction to the Study of Historical and Contemporary Curriculum Discourses. New York: Peter Lang
Shor,I. (1992) Culture Wars. School and Society in the Conservative Restoration. Chicago: The University of Chicago Press

 

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΑ ΠΙΛΟΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: Δεν είναι νέο και κυρίως δεν είναι σχολείο

ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ και ΤΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ

Είμαστε εκπαιδευτικοί που εργαζόμαστε σε σχολεία που έχουν ορισθεί ως πιλοτικά. Γνωριστήκαμε στις επιμορφώσεις και πήραμε την πρωτοβουλία να συναντηθούμε μεταξύ μας για να συζητήσουμε τις αγωνίες και τους προβληματισμούς μας και να συντονίσουμε τις δράσεις μας σε ότι αφορά το Νέο Σχολείο.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΜΑΣ ΩΣ ΠΙΛΟΤΙΚΑ

Την τελευταία μέρα του Αυγούστου  ορίστηκαν με  Υ. Α (97911/Γ1) 21 νηπιαγωγεία, 99 δημοτικά και 68 γυμνάσια ως πιλοτικά  χωρίς τη συγκατάθεση του συλλόγου διδασκόντων των σχολείων. 20 μέρες μετά με Φ.Ε.Κ. 2121 που δημοσιεύτηκε στις 13-9-2011 ορίστηκε το ωρολόγιο πρόγραμμα του «νέου πιλοτικού σχολείου» που θα εφαρμόσει τα φρέσκα προγράμματα σπουδών. Ταυτόχρονα καταργήθηκαν τα 28 πιλοτικά ολοήμερα του β΄ κοινοτικού πλαισίου στήριξης που υποχρηματοδοτήθηκαν κατά το γ΄ κοινοτικό πλαίσιο στήριξης και αντικαθίστανται τα βραχύβια Δ.Ε.Π.Π.Σ. & Α.Π.Σ, χωρίς να γίνει αποτίμηση, από τα νέα προγράμματα σπουδών. Ακολούθησαν μια σειρά υπουργικές αποφάσεις τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο που ενέκριναν  αποσπασματικά μάθημα προς μάθημα  τα νέα  βιαστικά προγράμματα σπουδών. Υπογραμμίζουμε εδώ ότι στη διαδρομή «χάθηκε» το μάθημα της Ιστορίας και αντικαταστάθηκε από την Τοπική Ιστορία στα πλαίσια των βιωματικών δράσεων.

ΕΙΝΑΙ ΝΕΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ;

Η ιστορία των πιλοτικών ξεκινά το 1997 με το Ν.2525 και συμβαδίζει με τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τις ευρωπαϊκές επιταγές. Το νέο φρούτο έρχεται με το δ΄ κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, το λεγόμενο ΕΣΠΑ. Ξεκάθαρος στόχος η απορρόφηση κονδυλίων και η πιστή εφαρμογή των αποφάσεων  της Λισσαβόνας. Το «νέο σχολείο» προσδοκά να είναι ολοήμερο, καινοτόμο, ψηφιακό, ενταξιακό, αποτελεσματικό. Εύηχες λέξεις που ακούγονται συχνά τα 2 τελευταία χρόνια, λέξεις που έχουν στόχο να πείσουν, να παρασύρουν και να κερδίσουν τη συναίνεση όλων μας.

Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτά; ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Τα ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς, όπως αναφέρεται στην επίσημη εφημερίδα της  Ε.Ε στις 18/12/2006  ορίζει το βασικό πλαίσιο ικανοτήτων για τη περιβόητη δια βίου μάθηση. Επιδιώκεται ο μαθητής να αποκτήσει ένα εύρος δεξιοτήτων, ευεξία (ψυχική ανθεκτικότητα κατά τους Henderson & Milstein,2008) στο  σχολικό περιβάλλον. Με απλά λόγια το σχολείο καλείται να υλοποιήσει τον επόμενο βασικό στόχο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» της κοινωνικής συνοχής (έτσι αποκαλείται με sic τρόπο, η συνήθεια στη μη αμφισβήτηση, στη δημιουργία του πειθήνιου πολίτη που τα κάνει όλα χωρίς διαμαρτυρία και χωρίς μισθό βλ. εθελοντισμός, σε μια Ευρώπη στην οποία κλονίζεται συθέμελα η κοινωνική συνοχή). Η νεανική εργασία, η άτυπη μάθηση, η αυτοαπασχόληση, η εθελοντική δραστηριότητα ταξιδεύοντας σε όλες τις χώρες της Ε.Ε (η αποκαλούμενη κινητικότητα) είναι το περιεχόμενο της δια βίου μάθησης.

Σε αυτό το πλαίσιο το νέο σχολείο επιδιώκει να αναπτύξει 8 βασικές ικανότητες:
1. επικοινωνία στη μητρική γλώσσα
2. επικοινωνία σε ξένες γλώσσες (1 στην Ελλάδα)
3. μαθηματική ικανότητα
4. ψηφιακή ικανότητα
5. μαθαίνω πώς να μαθαίνω- δεξιότητα εκμάθησης
6. κοινωνικές ικανότητες σχετικές με την ιδιότητα του πολίτη
7. πρωτοβουλία και επιχειρηματικότητα
8. πολιτισμική συνείδηση και έκφραση

Το νέο σχολείο είναι το ψηφιακό σχολείο. Το σχολείο της άμεσης και γρήγορης πληροφόρησης. Το σχολείο των οπτικών ινών και των e-τάξεων (χωρίς φυσικά κρατική χρηματοδότηση),καταγραφή των πάντων σε ηλεκτρονική μορφή. Τα συμβούλια και οι σχολικές επιτροπές θα τρέχουν να στήσουν εργαστήρια πληροφορικής, μάθημα που εισάγεται και στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού. Η τεχνολογία στην υπηρεσία της εκπαίδευσης. Είναι άραγε τόσο καθοριστικής σημασίας στη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, τα αντίστοιχα εκπαιδευτικά εργαλεία και ο διαδραστικός πίνακας, ώστε να αποτελεί το επίκεντρο της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας; 

Στο Νέο Σχολείο κεντρικό ρόλο κατέχουν οι δεξιότητες, το τι θα είναι ικανός να κάνει ο εκπαιδευόμενος μετά τη μαθησιακή διαδικασία. Η επιλογή αυτή συνδέεται και με τις προωθούμενες αλλαγές στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης όπου τα μαθησιακά αποτέλεσματα θα πρέπει είναι συγκεκριμένα, μετρήσιμα και εν πολλοίς αποσπασματικά. Το σύνολο των προσόντων και  δεξιοτήτων θα συγκροτεί τον ατομικό φάκελο του καθενός, που θα είναι φυσικά γεμάτος από πιστοποιημένα προσόντα (συχνά αντιφατικά, αποσπασματικά, οριζόντιες δεξιότητες τις λένε, και φυσικά ακριβοπληρωμένα) και θα καθιστά το άτομο περισσότερο απασχολήσιμο. Έτσι ο καθένας μας θα κυνηγά επιμορφώσεις, σεμινάρια, πιστοποιητικά. Η δια βίου μάθηση εξυπηρετεί ακριβώς αυτή την επιλογή. Και φυσικά το μεγάλο θύμα αυτών των ατομικών φακέλων (που θα αντιστοιχούν σε κάποιο από τα επίπεδα του Ευρωπαικού Πλαισίου Προσόντων)  είναι τα εργασιακά και επαγγελματικά δικαιώματα. Δεν υπάρχει πια ένας δρόμος να φτάσεις σε ένα επάγγελμα, δεν υπάρχει μια σχολή που σε εκπαιδεύει για αυτό, αλλά υπάρχουν πολλές διαδρομές τυπικές και άτυπες. Τα επαγγέλματα έτσι ανοίγουν και από την πλευρά των τυπικών προσόντων, δηαλαδή μπορεί κανείς να γίνει λογιστής είτε τελειώνοντας κάποιο ΑΕΙ είτε δουλεύοντας δίπλα σε κάποιο λογιστή και έχοντας παρακολουθήσει χ χρόνια επαγγελματικής κατάρτισης και εφόσον διαθέτει κάποιες συγκεκριμένες οριζόντιες δεξιότητες και, και, και…. Το «νέο σχολείο» κατευθύνεται από τα συμφέροντα της οικονομίας, της αγοράς και του ανταγωνισμού. «Τα σχολικά μας συστήματα πρέπει να προσαρμοστούν, εάν επιθυμούν να εφοδιάσουν τους νέους με νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας επειδή χρειαζόμαστε να προετοιμάσουμε τους νέους μας για εργασίες που ίσως δεν υπάρχουν ακόμη». » δήλωσε ο Επίτροπος κ. Ján Figel  στις 3/7/2008 στα πλαίσια του σχεδιασμού του σχολείου του 21ου αιώνα. Η κ. Διαμαντοπούλου το εξέφρασε και εκείνη με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: μας ενδιαφέρει ο νέος άνθρωπος, μας ενδιαφέρει αν κατάφερε να βρει δουλεία και όχι αν πήρε πτυχίο. Και πάλι η αγορά είναι εκείνη που διαμορφώνει την τελική λίστα. Κι η αγορά θέλει ανθρώπους ευέλικτους, ευπροσάρμοστους, παραγωγικούς κι αποδοτικούς. Και φυσικά ανθρώπους που καταλαβαίνουν ότι η αποτυχία ή η επιτυχία είναι αποκλειστικά ατομική τους ευθύνη.

Στο Νέο Σχολείο ο όρος γνώση δεν αναφέρεται πουθενά. Τα παιδιά θα μαθαίνουν τα βασικά,  τα απολύτως απαραίτητα για να επικοινωνούν, να χρησιμοποιούν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή  για τις συναλλαγές τους με τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, θα μαθαίνουν τα  στοιχειώδη  και μίας άλλης γλώσσας, ίσως στα πλαίσια του στόχου της μετακίνησης εργαζομένων στις χώρες της  Ε.Ε (κινητικότητα το λένε),  θα μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν γρηγορότερα και καλύτερα κι άλλες δεξιότητες και για μια ζωή θα αποδεικνύονται ανεπαρκείς εργαζόμενοι, ή ορθότερα  άνεργοι  που θα χρειάζονται περισσότερες επιμορφώσεις στα πλαίσια της δια βίου μάθησης και θα παρέχουν ανασφάλιστοι, μη αμειβόμενη  εργασία στα εργοστάσια και τα γραφεία, στα πλαίσια της πρακτικής τους εξάσκησης. Δε θα είναι ποτέ εργαζόμενοι, δια βίου επιμορφούμενοι  και συμμορφούμενοι. Το παιχνίδι ήδη έχει αρχίσει να παίζεται με τους ανέργους στα  λεγόμενα «πράσινα επαγγέλματα» και όπως αναφέρει  το νέο  Δημοσιονομικό Σύμφωνο (1)  στόχος είναι να αυξηθούν οι μαθητείες και οι πρακτικές ασκήσεις.

Στο «νέο σχολείο», βαφτίζονται  μαθησιακά πεδία η  αειφορία και  η σχολική & κοινωνική ζωή, που μέχρι τώρα αποκαλούνταν  «καινοτόμες δράσεις». Καταλαμβάνουν ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό του διδακτικού χρόνου και διδάσκονται από όλες τις ειδικότητες. Για τα ανθρωπιστικά ιδανικά της πραγματικής δημοκρατίας και  της οικολογίας δε γίνεται λόγος στα σχετικά προγράμματα σπουδών  αυτών των 2 νέων «μαθημάτων». Φυσικά τα παιδιά δε μαθαίνουν τις κοινωνικο – πολιτικές αιτίες που οδήγησαν στην πληθώρα των κοινωνικών και οικολογικών προβλημάτων και ούτε προετοιμάζονται για συλλογικές δράσεις επίλυσης τους. Είναι αποκαλυπτικό το σχετικό εκπαιδευτικό λογισμικό που έχει προετοιμαστεί από την Ε.Ε και διατίθεται σε όλες τις γλώσσες με πληθώρα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, δημιουργεί την πεποίθηση στο μαθητή  πως και μόνο που αναπνέει , περισσεύει σε αυτόν τον πλανήτη, έτσι φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται την αειφορία. Άξιζει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τέτοιο παιχνίδι: Ερώτηση που αφορά καθημερινές συνήθειες μετακίνησης και διατροφής, το «παιδί» απαντά πως κινείται με λεωφορείο, τρώει δύο φορές το μήνα κρέας και μία ψάρι και αγοράζει τοπικά προϊόντα μόνο αν αυτά είναι διαθέσιμα και σε καλή τιμή. Σε αυτή την απάντηση το σύστημα απαντά πως το «παιδί» αυτό ζει πολύ πλούσια και τρώει πολύ, διότι χρειάζεται δύο πλανήτες για να το θρέψουν, ενώ οι συνήθειες του να κινείται με λεωφορείο και να παίρνει προιόντα και από άλλες περιοχές επιβαρύνουν το περιβάλλον διότι απαιτούν μετακινήσεις φορτηγών κλπ.!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Το νέο σχολείο δίνει βαρύτητα στη σχολική και κοινωνική ζωή. Η προσέγγιση για την «εκμάθηση» της σχολικής και κοινωνικής ζωής αλλά και της αγωγής του ελεύθερου χρόνου είναι κυρίως πώς το άτομο θα μάθει να αυτοελέγχεται, να τιθασσεύει τα συναισθήματα του και πώς θα μεταμορφωθεί σε ενεργό πολίτη. Είναι κακά όλα αυτά θα αναρωτηθεί κανείς; Όχι ο αυτοέλεγχος δεν είναι κακός αλλά δεν είναι το μόνο ζητούμενο. Ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της ομαδικότητας (και όχι του μοναχικού ενεργού πολίτη που αξιοποιεί τα νόμιμα ατομικά του δικαιώματά του), της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της ανοχής, της αγάπης, της συλλογικής δράσης.  Το άγχος, η κατάθλιψη και οι απογοητεύσεις των μαθητών, που η διαχείριση τους κατέχει περίοπτη θέση στα νέα προγράμματα σπουδών, δε  θα μειώνονταν αν οι γονείς των μαθητών είχαν σταθερή και καλά αμειβόμενη εργασία; Τα παιδιά πρέπει μόνο να διαχειρίζονται και να ελέγχουν τα συναισθήματά τους για να είναι λειτουργικά σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο; Δεν πρέπει άραγε να μαθαίνουν να ζουν με αλληλοσεβασμό, συντροφικότητα, ουσιαστική επικοινωνία, κατανόηση και αγάπη; Φυσικά και πάλι η απουσία ανθρωπιστικών ιδανικών και αξιών είναι κυρίαρχη. Οι οδηγίες για τις καφετιέρες θα νικήσουν και πάλι!!!

Την ίδια στιγμή η Ιστορία ως αυτόνομο αντικείμενο χάνεται από το προσκήνιο και μετατρέπεται σε βιωματική δράση που μπορεί να διδάσκεται από διάφορες ειδικότητες σχεδιασμένο από ιδιώτες όπως η Vodafone  και το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού!!! Αναρωτιέται κανείς γιατί πρέπει να θυσιάσουμε το μάθημα της εθνικής μας ιστορίας και να περιοριστούμε στην τοπική ιστορία μόνο με θεματικές όπως τουρισμός &  ονομασία τοποσήμων; Γιατί πρέπει να χαθεί η ιστορική μνήμη και τελικά μέσω αυτής και ο προσδιορισμός της εθνικής ταυτότητας; Μήπως ένας απασχολούμενος που κινείται και ταξιδεύει διαρκώς για να βρει δουλειά  δεν πρέπει να ξέρει από που έρχεται και ποιος είναι έτσι ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται εύκολα όπου και για όσο βρεθεί;  Εξάλλου η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα και η αποτελεσματικότητα είναι τα μότο της Νέας Εποχής την οποία φαίνεται να εξυπηρετεί και το Νέο Σχολείο.

Πάντως, σύμφωνα με το μεγάλο μας ιστορικό Νίκο Σβορώνο, (Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, Θεμέλιο. Αθήνα 1976, σελ 12-13), «η αντίσταση αυτή γίνεται ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας, γιατί ο ελληνισμός είχε αυτή την πορεία για ένα πολύ με γάλο χρονικό διάστημα».  Και ο μεγάλος Παιδαγωγός μας, Δημήτρης Γληνός, ( Έθνος και Γλώσσα, εκδόσεις “Αθηνά”, 1971) μας υπενθυμίζει, «ο αντιστασιακός χαρακτήρας… διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότηση τους σε καινούργια έθνη, που διεκδίκησαν και διεκδικούν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την οικονομική και πολιτισμική τους αυτονόμηση, συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων, στα νεότερα χρόνια.»  Μήπως η εμμονή  να αποκόψουν τους μαθητές από την ιστορική μνήμη αυτά τα μνημονιακά χρόνια θέλει να τους αποστερήσει το αντιστασιακό τους φρόνημα;

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Ο προτεινόμενος σχεδιασμός του Νέου σχολείου αφορά  τους ακόλουθους τρεις τομείς:
 Έμφαση στην παροχή σε όλους τους μαθητές των ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για τη ζωή
 Ανάληψη δέσμευσης για την παροχή υψηλής ποιότητας μάθησης για κάθε μαθητή
 Βελτίωση της ποιότητας των διδασκάλων και του σχολικού προσωπικού
Ας δούμε αν εξυπηρετεί ο σχεδιασμός τους πομπώδεις και γενικόλογους αυτούς στόχους; Το σύνολο των ενεργειών που μέχρι στιγμής έχουν οργανωθεί (επιμόρφωση, νέα προγράμματα σπουδών, διάχυση πληροφόρησης προς τους εκπαιδευτικούς, συνεργασία σχεδιαστών με τους μάχιμους δασκάλους, διαδικασίες ανατραφοδότητης και on going υποστήριξης κλπ) καταδεικνύει προχειρότητα στο σχεδιασμό, αδιαφορία ως προς το αποτέλεσμα αλλά και ως προς την εγκυρότητα της πιλοτικής εφαρμογής. Για μια ακόμη φορά χρήματα από το ΕΣΠΑ σπαταλώνται χωρίς ουδείς να ενδιαφέρεται για το πως τα όποια οφέλη θα φτάσουν στον τελικό αποδέκτη που είναι το ίδιο το ελληνικό δημόσιο σχολείο. Ακόμη και αυτοί οι ίδιοι οι στόχοι που έχουν τεθεί δεν εξυπηρετούνται από τον τρόπο που προτείνεται η εφαρμογή του. Ανεξάρτητα από την ιδεολογική τοποθέτηση του καθενός μας ως προς τη στόχευση του σχολείου, όλοι συμφωνούμε στην παρωδία πιλοτικής εφαρμογής που στήνεται. Το σχολείο που προτείνουν προϋποθέτει αυξημένη χρηματοδότηση ενώ όλοι μας βιώνουμε φέτος την απόλυτη υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης.

Η παραπληνητική ενσωμάτωση καινοτόμων παιδαγωγικών πρακτικών (βιωματική μάθηση, ομαδοσυνεργατική διδασκαλία, πρότζεκτ κλπ) γίνεται με σκοπό τον εντυπωσιασμό. Είναι συνηθισμένο πια να υιοθετούνται προσχηματικά παιδαγωγικές μέθοδοι που προέρχονται από τον προοδευτικό χώρο και είναι ευπρόσδεκτες στους γονείς και στην κοινή γνώμη με σκοπό να διαστρεβλωθούν στη συνέχεια από το περιεχόμενο που τους δίνεται και την εφαρμογή που προτείνεται.  Ουδείς είναι αντίθετος με την χρήση τέτοιων μεθόδων στην εκπαίδευση, πολλοί από εμάς ήδη λειτουργούμε διδακτικά αξιοποιώντας καινοτόμες μεθόδους. Χρησιμοποιείται λοιπόν ένας νεωτερίζων παιδαγωγικός λόγος για να μετατοπισθεί το βάρος από τους στόχους που θέλει το Υπουργείο να επιτύχει στην παιδαγωγική κουβέντα γύρω από μεθόδους και πρακτικές. Οι μέθοδοι άλλωστε όπως και τα εποπτικά μέσα δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά υποστηρικτές σε μια πολύπλοκη διαδικασία όπως είναι η εκπαιδευτική. Η θεοποίηση ή άρνηση της όποιας μεθόδου δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Όπως φυσικά δεν μπορεί να είναι και μεταρρύθμιση. Φυσικά και το επίκεντρο της κριτικής μας στάσης δεν αφορά στις μεθόδους αλλά την ίδια τη στόχευση και το περιεχόμενο του Νέου σχολείου.

Γνωρίζουμε για παράδειγμα όλοι, ότι η μέθοδος του project  θέτει ως βασική παραδοχή την ανάδειξη του θέματος από την ίδια την ομάδα. Το Υπουργείο με το Νέο σχολείο θεοποιεί το project αλλά ποιο project, μόνο εκείνο που προέρχεται από τη δική του δεξαμενή προεπιλεγμένων θεμάτων. Τα project θα διαλέγονται από τα επίσημα εγκεκριμένα και τι μένει ως παιδαγωγική ελευθερία στον εκπαιδευτικό; Να βρει το εκπαιδευτικό υλικό για να κάνει τη διδασκαλία. Χωρίς βιβλία πια, αφού αυτά δεν χρειάζονται στο «σύγχρονο ψηφιοποιημένο και πλούσιο από εποπτικά μέσα σχολείο». Και φυσικά αν το θέμα δεν αφορά  την ομάδα, όταν θα έρθει η ώρα να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα και αυτά είναι αρνητικά, ποιος θα φταίει; Μα ο δάσκαλος που δε διάλεξε και δεν έφτιαξε το σωστό υλικό και δε σχεδιάσε αποτελεσματικά τη διδασκαλία του. Και αν οι στόχοι είναι αναντίστοιχοι των ενδιαφερόντων και των ικανοτήτων της ομάδας ποιος θα φταίει; Μα ο δάσκαλος που δεν ξέρει να χειρίζεται επαρκώς το μαγικό ραβδί της διδακτικής! Άρα πρέπει να αντικατασταθεί από κάποιον επαρκέστερο. Είναι φανερό πως όλα δένουν και με την αξιολόγηση, τη μείωση της δαπάνης για την Παιδεία, την υποχώρηση του κράτους στην υποχρέωση να παρέχει σε όλους το αγαθό της εκπαίδευσης.

ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ  ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΝΕΟ

Ο επιδέξιος λόγος  και οι ταμπέλες του «νέου σχολείου»  φαίνεται να παραπέμπουν σε κάτι καινούριο, αλλά είναι τόσο παλιό που στηρίζεται στη θεωρία του Ralph W. Tyler (1949), το μέντορα του γνωστού μας Bloom. Η θεωρία του Tyler για τα στοχοκεντρικά μοντέλα με μετρήσιμα κριτήρια στηρίζεται στον αυστηρό προσδιορισμό του σκοπού και των επιμέρους στόχων ώστε να είναι υλοποιήσιμοι  και φυσικά αξιολογήσιμοι εννοώντας  δηλαδή μετρήσιμες  διδακτικές διαδικασίες,  εξετάσεις και  τεστ. Θα διδάσκεται λοιπόν ότι μπορεί να μετρηθεί και κατά συνέπεια με απλουστευτικές διαπιστωτικές μεθόδους να αξιολογηθεί. Και αφού αξιολογηθεί να μπορέσει να χρηματοδοτηθεί ή/και να μη χρηματοδοτηθεί και να κλείσει ως αναποτελεσματικό όπως έγινε σε μεγάλη κλίμακα στην Αμερική του Μπους με σύνθημα «Κανένα παιδί δεν μένει πίσω».

Είναι ενδιαφέρουσα η απόψη που διατυπώνεται από την πρωτεργάτρια της αμερικάνικης μεταρρύθμισης με σύνθημα «κανένα παιδί μη μείνει πίσω» (NCLB-No Child Left Behind), της υφυπουργού Παιδείας στην Κυβέρνηση Μπους Νταϊάν Ράβιτς  στο άρθρο της «Γιατί άλλαξα άποψη για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» Ιούνιος 28 2010 Why I Changed My Mind About School Reform δημοσιευμένο στη  Wall Street Journal:
«…..Η τρέχουσα έμφαση στην αξιολόγηση έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. Η κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται πως πιστεύει πως τα σχολεία θα βελτιωθούν αν απολύουμε εκπαιδευτικούς και κλείνουμε σχολεία. Δεν αναγνωρίζει το γεγονός πως τα σχολεία αυτά λειτουργούν συχνά ως αποκούμπι για τις κοινότητές τους, και είναι φορείς αξιών, παραδόσεων και ιδεωδών, συχνά για δεκαετίες. Εξακολουθεί επίσης να αγνοεί πως ο σημαντικότερος παράγοντας για τις χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις δεν είναι οι κακοί δάσκαλοι, αλλά η φτώχεια. ………Αυτό που χρειαζόμαστε στην εκπαίδευση δεν είναι μια «αγορά», αλλά ένα συνεκτικό πρόγραμμα διδασκαλίας για όλα τα παιδιά. Η κυβέρνησή μας θα πρέπει να δεσμευθεί πως θα παράσχει ένα καλό σχολείο σε κάθε γειτονιά αυτής της χώρας, ακριβώς όπως δεσμεύεται να παρέχει μια καλή πυροσβεστική υπηρεσία σε κάθε περιοχή. Η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθούμε αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, εξαπατά τους μαθητές όσον αφορά την πρόοδό τους και δημιουργεί ένα ιδιωτικό τομέα που προοπτικά θα υπονομεύσει τα κρατικά σχολεία, χωρίς να τα βελτιώνει.» Αυτά μεταξύ άλλων δηλώνει η ίδια που εισηγήθηκε αυτά τα μέτρα, όταν είδε τα αποτελέσματα της εφαρμογής των επιλογών της.

ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΝΑΙ, ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΠΑΣΑΛΕΙΜΜΑ ΟΧΙ

Ας αναλογιστούμε επίσης τις  «κοινοτικές επιμορφώσεις» που έχουμε ζήσει όλοι μας και από τις οποίες οι μόνοι ωφελημένοι και μάλιστα οικονομικά είναι οι εντολοδόχοι – επιμορφωτές που απλά και μόνο η παρουσία τους επιβεβαιώνει την υλοποίηση του σεμιναρίου. Όμως γιατί η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών να γίνεται έξω από το Πανεπιστήμιο; Γιατί να καταργηθούν τα Διδασκαλεία; Γιατί στο περιεχόμενο της επιμόρφωσης μας να μην έχουμε λόγο εμείς; Μήπως γιατί πρόκειται απλά για εκμάθηση δεξιοτήτων και ευκαιρία διαιώνισης της ευνοιοκρατίας προς τους ημετέρους; Μήπως γιατί το θεωρητικό πλαίσιο όλων των πολυδιαφημιζόμενων τομών  φέρνει την εκπαίδευση  στα χρόνια των αρχών του 20ου αιώνα;

Οι μεταρρυθμίσεις θέλουν δουλειά και μάλιστα οι εκπαιδευτικές που αγγίζουν και διαμορφώνουν τις ζωές χιλιάδων παιδιών προς όφελός τους. Χρειάζονται πολύμηνη προετοιμασία των εκπαιδευτικών υπό την αιγίδα εμπνευσμένων πανεπιστημιακών  δασκάλων. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα παιδιά δεν είναι ούτε άξονες προτεραιότητας, ούτε ατέλειωτη γραφειοκρατία, ούτε λογιστικές πράξεις για την εκταμίευση κονδυλίων. Το βιβλίο δεν είναι παθογένεια του συστήματος όπως ανερυθρίαστα  κομπάζουν οι σχεδιαστές του «νέου σχολείου» και ταυτόχρονα ανακοινώνουν πως για πρώτη φορά θίγεται και αλλάζει ο πυρήνας του σχολείου, η σχολική γνώση (Δημόπουλος, αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Σεπτέμβρης 2011)

Η γνώση ως αποφασιστικός παράγων της εργασίας και ευρύτερα της κοινωνικής ζωής προϋποθέτει την ύπαρξη ανθρώπων που μορφώνονται πολύπλευρα, σκέπτονται πρωτότυπα, συνεργάζονται συντροφικά και δραστηριοποιούνται δημιουργικά.

ΠαυλίδηςΠ.

Η ΣΑΚΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΚΑΙ .. Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Είναι πια τόσο καθοριστικής σημασίας στη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, τα αντίστοιχα εκπαιδευτικά εργαλεία και ο διαδραστικός πίνακας, ώστε να αποτελεί το επίκεντρο της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας; Άραγε πόσα παιδιά  δεν μπορούν να αγοράσουν υπολογιστή; Η δημιουργία πλούσιων βιβλιοθηκών σε κάθε σχολείο δεν ευνοεί τη μάθηση, την αναζήτηση, τη γνώση; Η επιχορήγηση των σχολικών επιτροπών για να γίνονται εκπαιδευτικές επισκέψεις  στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που ζούμε, θα υπέσκαπταν τους στόχους του «νέου σχολείου»;

Το επονομαζόμενο «νέο σχολείο» απομακρύνει το μαθητή από τη γνώση, βαθαίνει τις διαφορές, διευρύνει το ψηφιακό χάσμα, ενισχύει τη σχολική διαρροή και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δεν είναι μαθητοκεντρικό, ούτε δασκαλοκεντρικό , περιορίζει το διάλογο, τη διαπροσωπική επικοινωνία και εστιάζει στη διαχείριση των συναισθημάτων του μαθητή. Ορίζει ως αποτελεσματικότητα την επιτυχή διαχείριση σε ατομικό επίπεδο των  επιπτώσεων που θα έχει η κοινωνία του μέλλοντος στην ψυχική του ισορροπία. Το σχολείο επιδιώκει να γίνει  μια « ψυχικά ανθεκτική κοινότητα», ώστε να επιτυγχάνεται η προσαρμογή του μαθητή. Το « νέο σχολείο»  δέχεται το μαθητή ως ένα αναλώσιμο υλικό και όχι ως υποκείμενο της γνώσης. Υποβιβάζει το περιεχόμενο της γνώσης και εισάγει στρατηγικές χειραγώγησης  της δράσης και της συμπεριφοράς. Αποκρύπτει  τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων  και μετατοπίζει τις ευθύνες στην ατομική δράση  του καθενός. Το γενικότερο πλαίσιο (νομοθετικό, οικονομικό)  της ευθύνης για τη  λειτουργία του σχολείου μετατοπίζεται από το κράτος στον πολίτη (γονέα-δάσκαλο).

ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η βούλα της αξιολόγησης εξασφαλίζει και την εφαρμογή των νέων προγραμμάτων. Το υπουργείο επιδιώκει διαμέσου της παρωδίας της πιλοτικής εφαρμογής και της συνακόλουθης αξιολόγησης της  να εξασφαλίσει τη συναίνεση των εκπαιδευτικών, έστω και με τη συμμετοχή τους στον ελάχιστο βαθμό, ώστε να νομιμοποιείται στην πλήρη εφαρμογή τού σχεδίου από τη νέα σχολική χρονιά. Για το λόγο αυτό, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δείξουν κάποιο ελάχιστο έργο που μπορεί να μην υπερβαίνει ακόμη και αυτό του ενός σχεδίου εργασίας. Αυτή η υποτυπώδης εφαρμογή θα κριθεί αρκετή για να χρησιμοποιηθεί αξιολογικά και να επικυρώσει την επιτυχία του σχεδιασμού της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο μπαμπούλας της  αξιολόγησης, που πλέον συνδέεται άμεσα και με απολύσεις σύμφωνα με τα νέα μέτρα, χρησιμοποιείται ως μέτρο πίεσης από κάποιους συμβούλους και διευθυντές προκειμένου να κάμψουν αντιδράσεις εκπαιδευτικών και συλλόγων διδασκόντων.

Ήδη αρκετοί σύλλογοι διδασκόντων έχουν δηλώσει με αποφάσεις την πρόθεσή τους να μη συμμετάσχουν σε αυτή την παρωδία. Καλούμε όλους τους συλλόγους διδασκόντων των πιλοτικών σχολείων να πλαισιώσουν και να συνδιαμορφώσουν με τη συμμετοχή τους την κοινή μας προσπάθεια να αναδείξουμε και να αποτρέψουμε την παρωδία αυτή που στήνεται και να μιλήσουμε για το σχολείο που εμείς θέλουμε. Για το ενιαίο 12χρονο σχολείο των όλων και των ίσων. Για ένα σχολείο που να απευθύνεται στον άνθρωπο και ικανοποιεί στις πραγματικές του ανάγκες όπως αυτός ο ίδιος ως δρων υποκείμενο τις προσδιορίζει. Σε ένα σχολείο πραγματικής παιδαγωγικής ελευθερίας, ουσιαστικής συμμετοχής και έκφρασης όλων όσων ζουν σε αυτό. Για μια παιδεία που θα απελευθερώνει τον άνθρωπο και θα τον κάνει ικανό για μια χειραφετημένη εργασία.

(1) http://www.ert.gr/logoi-oikonomias/item/2959-Ti-problepei-to-Dhmosionomiko-Symfwno