Για τη Στέλλα Θωμαδάκη του Αντωνίου δεν είμαι σε θέση να σας δώσω άλλα στοιχεία από εκείνα που γεμίζουν επίσημα έγγραφα. Μπορώ μόνο να σας μιλήσω γα τα άλλα, τα πιο σημαντικά, εκείνα που στολίζουν την πορεία κάποιου στη ζωή και μεγαλώνουν το αρχικό γράμμα στις λέξεις άνθρωπος και εκπαιδευτικός.
Έζησα κοντά της τις μισές μέρες των τελευταίων και κάτι δέκα χρόνων στο χώρο που φιλοξενεί μια από τις πιο όμορφες σχέσεις της ζωής μας: εκείνη του δασκάλου με το μαθητή. Στο σχολείο μας λοιπόν, άκουγα την καλημέρα της και απολάμβανα το ζεστό της χαμόγελο. Για όσους είχαμε την τύχη της συνεργασίας μαζί της, η Στέλλα, ήταν πάντα ένας ακούραστος, σιωπηλός κι αξιόπιστος συνεργάτης. Τη βλέπαμε να πλέκει ένα όμορφο δέσιμο με τους μαθητές της, ζηλεύαμε την κατάθεση ψυχής που έκανε κάθε μέρα στην τάξη της, κερδίζαμε μικρά, τεράστια, μυστικά προσπαθώντας να αντιγράψουμε τον τόνο της φωνής της όταν έκανε μάθημα, την αγκαλιά που άνοιγε για τα παιδιά της, το χώρο που τους άφηνε για να μεγαλώνουν χαρούμενα και δημιουργικά κάτω από τις φτερούγες της. Καμαρώναμε την προσωπική της ανεπιτήδευτη σχέση με τον σύντροφό της στη ζωή και τη χρησιμοποιούσαμε σαν απόδειξη της καταφατικής απάντησης στην ερώτηση «Υπάρχει αληθινή αγάπη;». Και θεωρούσαμε με τη γνωστή ανθρώπινη επιπολαιότητα κι αζύγιαστη σιγουριά ότι τούτη η ευτυχής συνεύρεση είχε δρόμο πολύ μπροστά της. Κι όπως συνήθως συμβαίνει, η ζωή ξέρει πώς να σε κάνει να αναθεωρείς τη βεβαιότητα και να πονάς για μια καλημέρα που δεν θα ξανακούσεις, να επανεκτιμάς ένα χαμόγελο στο οποίο αντιδρούσες αντανακλαστικά, ίσως από συνήθεια. Κι ο πόνος της απώλειας ήρθε για να μας κάνει τώρα να μιλάμε για εκείνη: τη δική μας Στέλλα.
Το σχολείο που τη χάρηκε στα τελευταία χρόνια από το πέρασμά της στη ζωή είναι σήμερα μικρότερο. Οι μαθητές της που πέταξαν από τη φωλιά που τους έχτισε, θα τη θυμούνται πάντα. Οι γονείς που της εμπιστεύτηκαν ένα μεγάλο δώρο, θα μιλάνε για την τύχη να την έχουν συνοδοιπόρο στα πρώτα τρυφερά πατήματά του στη ζωή. Οι συνάδελφοι που κέρδισαν από την επαγγελματική συμβίωση μαζί της, θα κρατάνε τη ζεστή ανάμνηση ζωντανή. Μαζί τους κι εγώ, να θυμάμαι, να αποζητώ, να ζυγίζω και να επανεκτιμώ το ακριβό χαμόγελο που αξιώθηκα.